προπόδων

προπόδων
πρόπους
one that has large feet
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προποδών — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποδών — ΝΜ επίρρ. μπροστά στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. προποδών ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός τών ἐμποδών*, ἐκποδών είτε ως σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρὸ ποδῶν] …   Dictionary of Greek

  • Προποδῶν — Προπόδης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προποδῶν — προποδέω walk in front pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούρα — (I) η ξύλινη ή σιδερένια δοκός η οποία προβάλλει έξω από τις πλευρές τού πλοίου και χρησιμεύει για τη διάβαση και ένταση τών προπόδων τού ακάτιου ιστού. (II) και αμούρα, η ο καρπός τής μουριάς, το μούρο …   Dictionary of Greek

  • σκάντζα — η, Ν [σκαντζάρω] 1. ναυτ. α) αλλαγή, αντικατάσταση β) μεταβολή τών ολκών ή πλαγιαστήρων ή τών προπόδων, ιδίως κατά τις αναστροφές 2. φρ. «σκάντζα βάρδια» ναυτ. αλλαγή βάρδιας, αλλαγή σκοπιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”